Νέα Έφεσος

Νέα Έφεσος
Sp Nèa Èfesas Ap Νέα Έφεσος/Nea Efesos L Š Graikija

Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Nea Efesos — View of Nea Efesos. Nea Efesos (Greek: Νέα Έφεσος) is a big settlement of the former Municipality of Dio, which is part of the municipality of Dio Olympos, in the Pieria peripheral unit, Central Macedonia, Greece. The settlement was recently… …   Wikipedia

  • Γεράνης, Στέλιος — (Αθήνα 1920 –). Φιλολογικό ψευδώνυμο του δημοσιογράφου και λογοτέχνη Στέλιου Παναγιωτόπουλου. Κατάγεται από τη Μικρά Ασία (Νέα Έφεσος) και σπούδασε στην Πάντειο. Εργάστηκε βοηθός λογιστής, εκτελωνιστής και δημοσιογράφος, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε… …   Dictionary of Greek

  • Nea Efesas — Sp Nèa Èfesas Ap Νέα Έφεσος/Nea Efesos L Š Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Nea Efesos — Sp Nèa Èfesas Ap Νέα Έφεσος/Nea Efesos L Š Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • νομισματολογία — Η λέξη νόμισμα παράγεται από τη λέξη νόμος και σημαίνει το νόμιμο, δηλαδή το νόμιμο μέτρο των αξιών. Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν κατά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, στο βασίλειο της Λυδίας ή στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Ο ακριβής… …   Dictionary of Greek

  • παλαιοχριστιανική τέχνη — Η τέχνη που αναπτύχθηκε κατά τους πρώτους 6 αιώνες του χριστιανισμού. Υποδιαιρείται σε δύο περιόδους, με διαχωριστικό όριο το 330 μ.Χ., χρονολογία που ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη. Η πρώτη περίοδος ήταν δύσκολη για τους πιστούς της νέας θρησκείας· …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”